-
1 γναμπτός
A curved, bent,ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.369
; [full] μετὰγναμπτῇ σι γένυσσιν Il.11.416
;πόρπας τε γναμπτάς θ' ἕλικας 18.401
;ὄνυχες γ. Hes.Op. 204
; γ. δρόμοι, of the diaulos, Pi.I.1.57; γ. χαλινούς, Hsch.2 supple, pliant, of the limbs of living men (opp. to the stark and stiff ones of the dead),ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Il.11.669
, 24.359, Od.11.394, etc.3 metaph., pliable, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of Achilles), Il.24.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γναμπτός
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский